γηραλέος

γηραλέος
γηρ-ᾰλέος, α, ον (also [full] γηράλιος, Hsch., [full] γηράλεῐος, IG12(7).113 (Amorg.)), = foreg., Xenoph.1.18, Pi.P.4.121, A.Pers.171, Cratin. 126, J.BJ1.2.2; γ. ὀδόντες, ῥυτίδες, Anacr.43.2, AP5.128 (Autom.); σανίς ib.9.242 (Antiphil.);
A

ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι Theoc.14.69

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γηράλεος — γηραλέος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηραλέος — και γεραλέος, α, ο (AM γηραλέος, α, ον) γηραιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + επίθ. αλέος] …   Dictionary of Greek

  • γηραλέος — α, ο ο γέρος, αυτός που έχει όψη γέρου: Μας άνοιξε την πόρτα ένας γηραλέος υπηρέτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γηραλέος — γηραιός aged masc nom sg (epic) γηραιός aged masc nom sg γηραιός aged masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηράλεα — γηραλέος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηράλεοι — γηραλέος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηραλέα — γηραιός aged neut nom/voc/acc pl (epic) γηραιός aged neut nom/voc/acc pl γηραλέᾱ , γηραιός aged fem nom/voc/acc dual (epic) γηραλέᾱ , γηραιός aged fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γηραιός aged neut nom/voc/acc pl γηραλέᾱ , γηραιός aged fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηραλέας — γηραλέᾱς , γηραιός aged fem acc pl (epic) γηραλέᾱς , γηραιός aged fem gen sg (attic doric aeolic) γηραλέᾱς , γηραιός aged fem acc pl γηραλέᾱς , γηραιός aged fem gen sg (attic doric aeolic) γηραλέᾱς , γηραλέος fem acc pl γηραλέᾱς , γηραλέος… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηραλέω — γηραιός aged masc/neut nom/voc/acc dual (epic) γηραιός aged masc/neut gen sg (doric aeolic) γηραιός aged masc/neut nom/voc/acc dual γηραιός aged masc/neut gen sg (doric aeolic) γηραλέος masc/neut nom/voc/acc dual γηραλέος masc/neut gen sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηραλέων — γηραιός aged fem gen pl (epic) γηραιός aged masc/neut gen pl (epic) γηραιός aged fem gen pl γηραιός aged masc/neut gen pl γηραλέος fem gen pl γηραλέος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Carlos — Carlomagno Origen Germano Género Masculino …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”